Δήμος και δημοτικά σχολεία
. Από το 1833 το κράτος καθόρισε τη σύσταση «δημοτικών σχολείων» με την ευθύνη των Δήμων, αλλά κράτησε για το ίδιο τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Δηλαδή, μετέθεσε την τεχνική και οικονομική ευθύνη στους Δήμους, όσον αφορά την εξάπλωση του σχολικού δικτύου, αλλά κράτησε την ιδεολογική και χειραγωγική λειτουργία της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων στην κεντρική κυβέρνηση. Με άλλοθι τις άτακτες και κατά διαστήματα χρηματοδοτήσεις των σχολείων, εξαργύρωνε την ιδεολογική και κοινωνικοποιητική λειτουργία τους, όπως και την ομοιομορφία των μαθητών σχετικά με την ταυτότητα του Έλληνα πολίτη, συντηρώντας το βαθύ συντηρητικό και μονοδιάστατο πλαίσιο της ελληνικής εκπαίδευσης.
Το μοντέλο αυτό υπάρχει και σήμερα. Απόδειξη ότι ενώ τόσα έχουν αλλάξει, δεν αλλάζει ο όρος «δημοτικό σχολείο», ούτε και ο επιμερισμός των ευθυνών σε ένα καθαρό και κατά διαστήματα αναπροσαρμοζόμενο πλαίσιο λειτουργίας. Αυτό το μοντέλο εξυπηρετεί και τους δύο θεσμούς. Οι Δήμοι απόκτησαν μια ιδιαίτερη πελατεία γονείς και μαθητές, ενώ το κράτος κράτησε την ιδεολογική χειραγώγηση σε κεντρικό επίπεδο, ώστε να μην αμφισβητούνται από πουθενά οι όροι λειτουργίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και όταν θέλει να μπορεί να μεταχειρίζεται ή να μεταστρέφει την πελατεία αυτή υπέρ του, αφού κατέχει το εργαλείο σχεδιασμού και υλοποίησης του περιεχομένου της εκπαίδευσης.
Εδώ χρειάζεται, οπωσδήποτε, η αντιπαραβολή με έναν άλλον μηχανισμό τον οποίο χρησιμοποιεί το αστικό κράτος προκειμένου να πετύχει τους στόχους του. Είναι η εκκλησία. Στην περίπτωση αυτή το κράτος ενεργεί με αντίθετο τρόπο. Καλύπτει a priori τεχνικά και οικονομικά τη λειτουργία και την επέκταση του μηχανισμού αυτού, αλλά δεν παρεμβαίνει σε καμμία περίπτωση στην εσωτερική ιδεολογική και κοινωνικοποιητική του λειτουργία προς τους πολίτες. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει τους λόγους. Ένα συντηρητικό, αυταρχικό αστικό κράτος ταυτίζεται πλήρως με έναν μηχανισμό, ο οποίος έχει ορισμένη λειτουργία και δεν πρόκειται «στον αιώνα τον άπαντα» να πάει παραπέρα. Αντίθετα, νιώθει κίνδυνο με έναν μηχανισμό, όπως αυτόν της εκπαίδευσης, οποίος στη δυναμική του εμπεριέχει την ανατροπή και τη συνέχεια.
Οι Δήμοι αδύναμοι μπροστά σε αυτήν την ιδεολογική αντιπαράθεση και στο πώς το κράτος χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς, έχουν δεχτεί έναν ρόλο επιφανειακά «ευθύνης» και απολύτως μη ρυθμιστικό στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Και δεν εννοούμε, εδώ, τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, αυτό είναι άλλων δουλειά, αλλά εννοούμε τα περιθώρια συμμετοχής κατά τη διάρκεια υλοποίησης της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής. Με άλλα λόγια η υποχρέωση των Δήμων εξαντλείται σε ένα ρόλο «επικουρικό», ανάλογο με τις διαθέσεις της κεντρικής κυβέρνησης, χωρίς να συμμετέχουν ουσιαστικά στο περιεχόμενο, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της εκάστοτε ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής προς το συμφέρον των πολιτών τους.
Έτσι οι προηγούμενες δημοτικές αρχές ικανοποιημένες με τον διακοσμητικό τους ρόλο αρκέστηκαν σε μια κουτσή διαχείριση των αναγκών των σχολείων, εκμεταλλευόμενες την ανάγκη των πολιτών για την εκπαίδευση των παιδιών τους, δίνοντας τις σημαντικές θέσεις της παιδείας, εντός του Δήμου, σε ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, αλλά και οργανώνοντας φιέστες, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, χαμηλού ψυχαγωγικού περιεχομένου με πρόχειρο τρόπο. Όλος ο εκπαιδευτικός κόσμος ήταν εκτός των σημείων λήψης των αποφάσεων σε επίπεδο Δήμου, και δεν ασκήθηκε καμία πίεση ή κριτική προς την κεντρική κυβέρνηση, τόσο στα οικονομικά της εκπαίδευσης, όσο και στις γενικότερες επιλογές της, οι οποίες έφεραν τα ελληνικά σχολεία στα επίπεδα που βλέπουμε σήμερα.
Όλα τα προηγούμενα για την παράταξή μας τη «Στάση Βύρωνα» αποτελούν βασικές προτεραιότητες, οι οποίες χρειάζεται να καθορίσουν τόσο την επάνδρωση των προσώπων στο Δήμο σε θέσεις ευθύνης για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, όσο και για τη στάση του Δήμου απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση για τις εκπαιδευτικές της επιλογές. Ο δρόμος δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε όμως και δύσκολος. Είναι ζήτημα πολιτικής επιλογής.